Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰ δ' ἦν τεϑνηκώς

См. также в других словарях:

  • τεθνηκώς — θνήσκω perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cursus publicus — The cursus publicus (Greek: δημόσιος δρόμος, public road/course ) was the state run courier and transportation service of the Roman Empire, later inherited by the Byzantine Empire. It was created by Emperor Augustus to transport messages,… …   Wikipedia

  • TUBA — Tyrrhenorum inventum, Plin. l. 7. c. 56. a tubo, seu canali, quem refert, dicta, priscis Graecis ignota fuit. Unde illos, Tubarum locô, conchis uti consuevisse, legimus, apud Hesychium, Κόχλοις τοῖς ςθαλαττίοις ἐχρῶντο, πρὸ τῆς τῶ σαλπίγγων… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

  • νεόφατος — νεόφατος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ τεθνηκώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φατός (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. παλαί φατος] …   Dictionary of Greek

  • πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»